- διαιτήσιμος
- ος , ον подлежащий рассмотрению арбитража
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαιτήσιμος — η, ο (Α διαιτήσιμος, ον) (για διαφορές) αυτός που μπορεί να επιλυθεί με διαιτησία, αυτός που επιδέχεται διαιτησία αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διαιτητή ή στη διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η απευθείας παραγωγή τού επιθ. από… … Dictionary of Greek
διαιτήσιμον — διαιτήσιμος belonging to a masc/fem acc sg διαιτήσιμος belonging to a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)